Ευρωπαίος

Ευρωπαίος
ο
ο κάτοικος της Ευρώπης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευρωπαίος — α, ο (ΑΜ εὐρωπαῑος, α, ον, Α και εὐρώπειος, η, ον (θηλ. και εὐρωπίς, ίδος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήπειρο Ευρώπη 2. (ως κύρ. όν. Ευρωπαίος, α κάτοικος τής Ευρώπης νεοελλ. αυτός που έχει συμπεριφορά ή νοοτροπία πολιτισμένου,… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής — Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.), με καταγωγή από τις Σκανδιναβικές χώρες (όπου είναι γνωστό με τον όρο Ombudsman), το οποίο έχει σκοπό τον έλεγχο των άλλων οργάνων της ΕΕ. Στον Ε.Δ. μπορεί να προσφύγει κάθε φυσικό (πολίτες) ή νομικό πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • Εὐρωπαίων — Εὐρωπαῖος fem gen pl Εὐρωπαῖος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρωπαΐζω — [Ευρωπαίος] μιμούμαι τους Ευρωπαίους στον τρόπο ζωής, στα φερσίματα, κάνω τον Ευρωπαίο …   Dictionary of Greek

  • Εὐρωπαίοις — Εὐρωπαῖος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρωπαίου — Εὐρωπαῖος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρωπαίους — Εὐρωπαῖος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρωπαίῳ — Εὐρωπαῖος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Галанос, Димитриос — Πορτραίτο του Δημήτριου Γαλανού από τον Σπύρο Προσαλέντη Димитриос Галанос, Афинянин (греч …   Википедия

  • ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”